- εὐπάξ
- εὐπάξ, ᾶγος, ὁ, ἡ, [dialect] Dor. for εὐπηγής, εὐπᾶγι κύκλῳ cj. for εὐπαγεῖ, E. Or.1428 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπάξ — εὐπάξ ᾱγος, ὁ, ἡ (Α) δωρ. τ., βλ. εὐπήξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παξ (< πήγνυμι), πρβλ. ά παξ] … Dictionary of Greek
εὐπᾶγι — εὐπάξ masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπήξ — εὐπήξ, ῆγος, και δωρ. τ. ευπάξ (Α) ο ευπηγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. αντί πηξ, κατά πηξ] … Dictionary of Greek